ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΥΜΙΩΝΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
«500 ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΙΣΠΑΝΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ»
Οφείλουμε συγχαρητήρια στα μέλη της «Ομάδας Μελέτης της Ιστορίας των Εβραίων της Ελλάδας» για την πρωτότυπη και ουσιαστική πρωτοβουλία τους να προτείνουν τη συζήτηση για την ιστορία των Ελλήνων Εβραίων μέσα από τις οπτικοακουστικές απεικονίσεις της. Μάλιστα μέσα από το ντοκιμαντέρ, χώρο ιδιαιτέρα πρόσφορο για την κατανόηση των μηχανισμών διάχυσης της πληροφορίας, της διαμόρφωσης αντιλήψεων και της προβληματοποίησης καίριων ζητημάτων, στο πλαίσιο της εγχώριας οπτικοακουστικής κουλτούρας. Εξ ορισμού, λοιπόν, η συνάντηση αυτή συνενώνει δύο διαφορετικά πεδία έρευνας και γνώσης, αφού δίπλα στο θέμα του ελληνικού εβραϊσμού θίγει και τις δυνατότητες της απεικόνισης και αφήγησης της ιστορίας από το ντοκιμαντέρ.
Ήδη από τις ιδρυτικές του αρχές το ντοκιμαντέρ αναφέρεται άμεσα στον ιστορικό κόσμο, από τον οποίο και αντλεί τα υλικά του, αποτελώντας αναπαράσταση, σχολιασμό και ερμηνεία της πραγματικότητας. Στους στόχους του είναι να εξετάζει προβλήματα που διακυβεύονται, ρητά ή άρρητα, στο χώρο της δημόσιας σφαίρας. Ο δεσμός, λοιπόν, ανάμεσα στον ιστορικό κόσμο και στο ντοκιμαντέρ είναι θεμελιακός. Από πολλές απόψεις, άλλωστε, το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει αναλογίες με την ιστοριογραφία. Όπως ο ιστορικός, ο ντοκιμαντερίστας επίσης κατασκευάζει ιστορικές αφηγήσεις και κινητοποιεί στο κοινό τη διαδικασία της ιστορικής ανασυγκρότησης. Συγχρόνως, παρακινεί για τη συμμετοχή στην ιστορική μνήμη και επιχειρεί να οδηγήσει σε νέες κατανοήσεις της κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι, στην καρδιά του ντοκιμαντέρ υπάρχει ένας κινηματογράφος μνήμης, που παρέχει σταθερότητα σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει, αποσπώντας εικόνες από τη ρευστότητα της ιστορίας και μετατρέποντας τις σε διαχρονικά σημαντικές στιγμές. Από την άποψη αυτή, κάθε ντοκιμαντέρ αποτελεί παρέμβαση στη δημόσια συζήτηση που πληροφορεί, επιβεβαιώνει ή ακυρώνει απόψεις και αντιλήψεις, αποτελώντας σοβαρή και συχνά αδιάψευστη ένδειξη για την ιστορική συνείδηση της κοινωνίας από την οποία προέρχεται.
Γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα, αν σκεφτεί κανείς ότι στην ατζέντα του ελληνικού ντοκιμαντέρ υπήρχε μέχρι πρόσφατα μια αξιοσημείωτη σιωπή και παράλειψη σχετικά με το θέμα του εβραϊσμού. Με την εξαίρεση του ντοκιμαντέρ «Άσμα Ασμάτων» που γύρισε ο Νέστορας Μάτσας το 1988, έπρεπε να περιμένουμε ουσιαστικά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε το ζήτημα έρχεται στην επικαιρότητα εξαιτίας των πολλών σχετικών επετείων, ώστε να ανοίξει η συζήτηση και να πυκνώσει η παραγωγή. Την επόμενη χρονιά από το ντοκιμαντέρ του Χατζόπουλου ο Γιώργος Πετρίτσης αφιέρωσε στη σειρά ντοκιμαντέρ «Μαρτυρίες» ένα επεισόδιο για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Το Ολοκαύτωμα θα αποτελέσει έκτοτε την κύρια και επανερχόμενη θεματική σε διάφορα ντοκιμαντέρ, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, που υπενθυμίζουν τη συμμετοχή των Ελλήνων Εβραίων στο μεγάλο κατάλογο των θυμάτων του ναζισμού.
Σε αυτά, κυριαρχεί η τραγωδία των θυμάτων μέσα από τα φίλτρα του ανθρωπισμού και κάποτε της αισθηματολογίας. Η τραγική τύχη, όμως, παρουσιάζεται σχεδόν αποκομμένη από την ιστορική παρουσία των Εβραίων στην Ελλάδα. Έτσι, ελλοχεύει ο κίνδυνος της παγίδευσης στην κοινοτοπία, όπως έχει γράψει η Ρίκα Μπενβενίστε, όπου το δράμα μπορεί να μετατραπεί σε τετριμμένη υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, έλλειπε από τον οπτικοακουστικό χώρο μια ψύχραιμη και στοχαστική αντιμετώπιση, όπως και μια γενική τοποθέτηση για τους Έλληνες Εβραίους και μάλιστα για τη σημαντικότερη και πολυπληθέστερη κοινότητά τους, δηλαδή της Θεσσαλονίκης.
Το κενό αυτό επιχείρησε να καλύψει ο Τάκης Χατζόπουλος, ένας εκ των δύο υπεύθυνων της μακροβιότερης εκπομπής ντοκιμαντέρ της δημόσιας τηλεόρασης, του «Παρασκηνίου». Το 500 χρόνια ιστορίας των Ισπανών Εβραίων στη Θεσσαλονίκη (1992) αποτελεί ένα ντοκιμαντέρ διερεύνησης που χρησιμοποιεί την πιο καθιερωμένη ντοκιμαντερίστικη τεχνοτροπία, την εκθετική: συγκεντρώνει δηλαδή μαρτυρίες και τεκμήρια εντός ενός αποδεικτικού πλαισίου, όπου ο λόγος υπερτερεί και οι εικόνες έχουν συνοδευτικό ρόλο εικονογραφώντας τα λεγόμενα. Μέσα σε αυτό τον καμβά, επιχειρεί μια μακροσκοπική σύνοψη της ιστορίας της κοινότητας, από την πλευρά των Εβραίων, εναλλακτική της εθνοκεντρικής δεσπόζουσας αφήγησης. Με το ντοκιμαντέρ του αυτό, ο σκηνοθέτης διακριτικά αναδιατυπώνει προσεγγίσεις για την ιστορία της Θεσσαλονίκης και προτείνει έμμεσα την τροποποίηση της κυρίαρχης μνήμης για την πόλη. Η οπτική που υιοθετεί θα πρέπει να εκτιμηθεί σε συσχέτιση με την έξαρση του εθνικισμού ειδικά για την περιοχή της Μακεδονίας την εποχή κατά την οποία γυρίστηκε, όπως και την κατακόρυφη άνοδο του ρατσισμού. Έτσι, η εξιστόρηση της παρουσίας της εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη στη μακρά διάρκεια συνδέεται ευθύς εξαρχής με μια αντιεθνικιστική οπτική και με τη θεματοποίηση της ιστορίας της ως διαφοροποιημένης από τη στενά ελληνοκεντρική αντίληψη για το παρελθόν της πόλης.
Παρά το γεγονός ότι σαφώς είναι δύσκολο το εγχείρημα να καλυφθούν με την απαιτούμενη επάρκεια 500 χρόνια πλούσιας παρουσίας, το ντοκιμαντέρ χρησιμοποιεί την αφαίρεση και τη στάθμευση σε σημαντικές στιγμές και περιόδους, με αποτέλεσμα έναν πολύ ενδιαφέροντα συνδυασμό κοινωνικής, πολιτισμικής, οικονομικής και χωροταξικής ιστορίας. Για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό, η ταινία είναι οργανωμένη ως μια συμπαγή σύνθεση που θυμίζει τη λογική του δοκιμίου. Οι ενότητές του, με σαφήνεια διαφοροποιημένες ως προς τις χρονικές στιγμές και τις ξεχωριστές πτυχές που καλύπτουν, μπορούν να παραλληλιστούν με τα κεφάλαια μιας μελέτης ή με τα κείμενα ενός συλλογικού τόμου. Στις ενότητες αυτές εμφανίζεται μια πλειάδα έγκριτων επιστημόνων που, μέσα από το μοντάζ, συγκροτούν μια χωρίς ρωγμές αφηγηματική ροή, καθώς καταπιάνονται με διαφορετικές στιγμές της ιστορίας της κοινότητας, από την έλευση των Εβραίων στην πόλη μέχρι τη νεότερη εποχή. Έτσι, καθώς εναλλάσσονται Εβραίοι και μη Εβραίοι ειδήμονες και ο ένας συνεχίζει σχεδόν εκεί που ο προηγούμενος σταμάτησε, οι καταθέσεις εμφανίζονται να αλληλοσυμπληρώνονται, συγκροτώντας μια σφιχτοδεμένη και με αίσθηση πληρότητας ιστορική αφήγηση, βασισμένη στον επιστημονικό λόγο.
Η αίσθηση αυτή, από κατασκευαστική άποψη, ανήκει στα επιτεύγματα της ρητορικής και του ύφους της ταινίας. Εδώ θα πρέπει να προστεθεί ότι το ντοκιμαντέρ οικειοποιείται το κύρος που του εξασφαλίζει η πυκνή τεκμηρίωση και η πολυπροσωπία ερευνητών και ειδημόνων, προκειμένου να προάγει το αντικείμενό του σε επιστημονικό και να το επιβάλει ως τέτοιο στη δημόσια συζήτηση. Για να υποστηρίξει δηλαδή τη θέση ότι η παρουσία της εβραϊκής κοινότητας υπήρξε καθοριστική για τη Θεσσαλονίκη όλο αυτό το χρονικό διάστημα, το ντοκιμαντέρ δομείται ρητορικά πάνω στο επιχείρημα της επιστημονικότητας, προκειμένου να θεμελιώσει το πραγματολογικό φορτίο που φέρει πάνω στη συνθήκη της αλήθειας και την αξίωση της αντικειμενικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι περιλαμβάνει τα εξώφυλλα των βιβλίων όλων σχεδόν των συμμετεχόντων χρησιμοποιώντας τα, κατά κάποιο τρόπο, ως παραπομπές και θέτοντας τα στην ίδια κατηγορία τεκμηρίων με τα άλλα υλικά που χρησιμοποιεί, όπως χάρτες, γκραβούρες, φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων και λήψεις στα διάφορα οικήματα.
Με την επιστημονικότητα συνδέεται και ένα άλλο χαρακτηριστικό του ντοκιμαντέρ: η αίσθηση αποδραματοποίησης που προσεκτικά δομεί. Η αποδραματοποίηση ενισχύεται από το γεγονός ότι η γενοκτονία καταλαμβάνει μικρό μόνο μέρος της αφήγησης. Ο σκηνοθέτης δηλαδή δίνει το λόγο σε επιστήμονες, για να μιλήσουν για τη «γενική» ιστορία της εβραϊκής κοινότητας στην πόλη, αποφεύγοντας τις προσωπικές εμπειρίες και αναμνήσεις. Το φρικτό γεγονός της γενοκτονίας αποτελεί κομβικό σημείο για το από εκεί και μετά της κοινότητας, ενώ το ντοκιμαντέρ προτιμά να τονίσει το πιο άγνωστο και ίσως μεγαλύτερο διακύβευμα της μέχρι τότε παρουσίας της στην πόλη. Σκοπός του είναι να ανασκευάσει την κοντή μνήμη, τη μερική γνώση και την άγνοια, ώστε το παρόν να επανενωθεί με τη μακρά ιστορία της κοινότητας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ντοκιμαντέρ είναι ότι, μέσα από το ύφος με το οποίο απευθύνεται στο κοινό, δηλώνει σιγουριά για τα πορίσματά του –για την «αλήθειά» του- και δείχνει έτοιμο να συγκρουστεί με τον εθνικιστικό και τον αντισημιτικό λόγο. Βέβαια, σε τέτοιου είδους ντοκιμαντέρ ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Η φαινομενικά αποστασιοποιημένη προσέγγιση και η γραμμική αφήγηση δημιουργούν την αίσθηση ότι γεμίζουν τα κενά των απαιτούμενων πληροφοριών και ότι ικανοποιούν την επιθυμία της συνεκτικής πραγμάτευσης του παρελθόντος. Ωστόσο, το μοντέλο αυτό διαρρηγνύεται σε τρία τουλάχιστον σημεία της ταινίας. Πρώτα, στην ενότητα που αναφέρεται στον εκπατρισμό από την Ισπανία, και ενώ η Ρένα Μόλχο μιλάει για τη δοκιμασία της πυράς που έλεγχε αν πραγματικά αλλαξοπίστησαν οι Εβραίοι, η κάμερα σχολιάζει έμμεσα το γεγονός παραμένοντας για κάποια δευτερόλεπτα παραπάνω στην αντίστοιχη γκραβούρα και δείχνοντας τη με υπέρθεση φλόγας επάνω της.
Δεύτερον, ανάμεσα στις δύο σκηνές με την κυρία Αμαρίλιο προς το τέλος της ταινίας, περιλαμβάνονται 36 δραματικά δευτερόλεπτα αρχειακού υλικού χωρίς σχόλιο ή μουσική, που κάνουν ακόμη πιο φρικιαστικές τις εικόνες από τα στρατόπεδα. Ο σκηνοθέτης φαίνεται να αναγνωρίζει τα όρια ανάμεσα στο περιγράψιμο από τον επιστημονικό λόγο και σε αυτό που δύσκολα μπορεί να συλλάβει η νόηση, αφήνοντας ασχολίαστες τις εικόνες να εκφράσουν μόνες τους, σχεδόν αισθαντικά, τον παραλογισμό. Οι μικρές αυτές εμβόλιμες σκηνές σταματούν με σεβασμό πάνω στα αθώα θύματα εγκαλώντας, έστω μεταχρονολογημένα, για τη δικαίωσή τους.
Τρίτο, είναι σημαντικός ο τρόπος που ολοκληρώνεται το ντοκιμαντέρ, καθώς τελικά αφήνει χώρο στη σημασία και αξία της προσωπικής εμπειρίας, με τη μαρτυρία της κυρίας Αμαρίλιο και τις εκτιμήσεις της Ρίκας Μπενβενίστε. Το μπόλιασμα της αποστασιοποιημένης και σφικτής αφήγησης για τη μακρά διάρκεια, από τη μια με σχόλια καθαρά κινηματογραφικά, και από την άλλη με τη χαρακτηριστική προσωπική ανάμνηση και με την ενδεικτική βίωση του παρόντος, συντείνει στο να προβάλει τη μνήμη για το παρελθόν μέσα από την ανησυχία για το παρόν, συνδέοντάς τα σε μια ενιαία μονάδα ιστορίας, όπως θα ήθελε και ο Βάλτερ Μπέντζαμιν. Καθώς το ντοκιμαντέρ εισβάλλει στο χώρο πάνω στον οποίο χτίζεται η μνήμη, δηλαδή ανάμεσα στη λήθη και τα ετεροπροσδιορισμένα στερεότυπα, αποκαλύπτει την επιστημολογική και την ηθική θέση του: πρώτον, ότι δεν θεωρεί τόσο εύκολη και προφανή τη δυνατότητα αναπαράστασης μιας τέτοιας ιστορίας, όσο ίσως μας άφησε να αντιληφθούμε. Δεύτερον, ότι οφείλουμε να θυμόμαστε για να μην αναγκαζόμαστε να γράφουμε από την αρχή την ιστορία, εκχωρώντας έτσι το δικαίωμα αυτό σε παράγοντες που την προσδιορίζουν με τον τρόπο που αυτοί επιθυμούν.