(το κείμενο διατηρεί τον προφορικό του χαρακτήρα και παρατίθεται χωρίς παραπομπές)
Τάκης Χατζόπουλος
500 χρόνια των Ισπανών Εβραίων στη Θεσσαλονίκη
Δεν έχουμε συνηθίσει να προσεγγίζουμε την ιστορία της Θεσσαλονίκης και των εβραίων κατοίκων της με όρους κανονικότητας. Αντίθετα, στη δημόσια ρητορική, στις ιστορικές αναλύσεις, αλλά και στις μνήμες -συλλογικές και ατομικές-, η Θεσσαλονίκη και οι εβραίοι της προσεγγίζονται συχνότατα υπό το πρίσμα της ιδιαιτερότητας. Η ιδιαιτερότητα αυτή αποτελεί έναν τρόπο αφήγησης με πολλαπλά πρόσημα, θετικά και αρνητικά, καθώς και διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες λειτουργίες. Στις τοπογραφίες του ελληνικού εθνικού λόγου, η Θεσσαλονίκη δεν είναι μια σημαντική επαρχιακή πόλη, αλλά η βυζαντινή «συμβασιλεύουσα» και η ελληνική «συμπρωτεύουσα». Σε αυτές πάλι της εβραϊκής διασποράς, είναι η «πόλη των Εβραίων», η «Μητέρα του Ισραήλ» και η «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Στην ιστοριογραφία της εβραϊκής γενοκτονίας αποτελεί μια «εξαίρεση», καθώς απολαμβάνει το θλιβερό προνόμιο της εξόντωσης του μεγαλύτερου ποσοστού εβραϊκού πληθυσμού από οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη και ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Οι σεφαραδίτες εβραίοι της πάλι ήταν και είναι περήφανοι για την καταγωγή τους και φρόντιζαν να την υπογραμμίζουν, είτε διαχωρίζοντας τους εαυτούς τους από τους ρωμανιώτες εβραίους, είτε καθιστώντας την θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς τους στους τόπους της μετέπειτα μετανάστευσής τους, στην Αμερική, στη Γαλλία, ή στο Ισραήλ. Ήταν τόσο θεσσαλονικείς όσο και εβραίοι.
Απέναντι σε αυτούς τους ρητορικούς κοινούς τόπους που στηρίζονται στη διαφορά για να διεκδικήσουν την αποκλειστικότητα στη μνήμη, το ντοκιμαντέρ του Τάκη Χατζόπουλου αντιπαραθέτει τις αρετές της κανονικότητας. Όπως θα προσπαθήσω να δείξω, η δομή της αφήγησης, οι άξονες της ιστορικής ανάλυσης, αλλά εν τέλει και η διαπραγμάτευση της θεσσαλονικιώτικης εβραϊκής ταυτότητας καταλήγουν τελικά σε μια προσέγγιση της εβραϊκής ιστορίας και της εβραϊκής εμπειρίας ως ένα κομμάτι ευρύτερων ιστοριών και διεργασιών.
Γυρισμένο το 1992, το ντοκιμαντέρ αντανακλά ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για τους εβραίους της Θεσσαλονίκης που χαρακτηρίζει τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990. Η επέτειος των 500 χρόνων από την έξωσή τους από την Ισπανία δραστηριοποιεί την Ισραηλιτική Κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στη Βαλκανική μοιάζει να γυρίζει το χρόνο πίσω στο 1912 και η αισιοδοξία για τις προοπτικές της Θεσσαλονίκης συνδυάζεται με μια διάθεση ανακάλυψης του «πολυπολιτισμικού» παρελθόντος της. Ταυτόχρονα, στον ακαδημαϊκό χώρο, η σύσταση της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού, η διοργάνωση του πρώτου συνεδρίου για τους εβραίους της Ελλάδας το φθινόπωρο του 1991, και η απαρχή της δημοσίευσης μιας σειράς μελετών, θα συντελέσουν στην ανάδυση της ιστορίας των εβραίων της Ελλάδας ως δόκιμου και διακριτού πεδίου ακαδημαϊκής έρευνας. Η δημοσίευση των μαρτυριών επιζώντων του Ολοκαυτώματος θα ακολουθήσει κάπως αργότερα. Οι επιζώντες θα αρχίσουν να μιλάνε όταν ο ακαδημαϊκός και ο δημόσιος λόγος θα καταστήσουν νόμιμη την κατάθεση της μαρτυρίας τους και θα δημιουργήσουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την δεξίωσή της.
Το ντοκιμαντέρ του Χατζόπουλου προσεγγίζει επομένως το παρελθόν των εβραίων της Θεσσαλονίκης σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία. Η συγκυρία αυτή είναι και επιστημολογική. Το ντοκιμαντέρ αντανακλά μια συγκεκριμένη αντίληψη για την ιστορία και τον τρόπο παρουσίασης του παρελθόντος. Η αφηγηματική στρατηγική που υιοθετεί φέρει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας «επιστημονικής» ιστορικής ανάλυσης. Το παρελθόν παρουσιάζεται μέσα από μια συγκροτημένη, γραμμική αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος. Η ταινία ξεκινά από το 1492 για να καταλήξει στο 1943. Τα 450 αυτά χρόνια περιοδολογούνται με ακρίβεια μέσα από την υιοθέτηση του σχήματος της ακμής, της παρακμής, της αναζωογόνησης και του σταδιακού μαρασμού της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης μέχρι τον τελικό αφανισμό της. Την φάση ανάπτυξης της εβραϊκής κοινότητας, μέχρι τα τέλη περίπου του 17ου αιώνα, θα ακολουθήσει ενάμιση περίπου αιώνας παρακμής μέχρι το 1860. Από τότε και μέχρι το 1912 ο θεσσαλονικιώτικος εβραϊσμός θα ανασυγκροτηθεί για να ακολουθήσει στη συνέχεια η παρακμή που θα επιφέρει η ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος. Τέλος, το Ολοκαύτωμα θα σφραγίσει με τον τραγικότερο τρόπο την παρατεταμένη μεσοπολεμική του κρίση.
Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα παρουσιάζεται ως κατασταλαγμένος επιστημονικός λόγος καθώς εκφέρεται από ιστορικούς και μελετητές της εβραϊκής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Σε αντίθεση με τα άλλα ντοκιμαντέρ που θα δούμε αυτό το Σαββατοκύριακο, στη ταινία του Τάκη Χατζόπουλου την παρουσίαση του παρελθόντος δεν αναλαμβάνει ούτε η φωνή ενός αθέατου αφηγητή, ούτε η παράθεση μιας πρωτογενούς ιστορικής πηγής, ούτε και οι ανεκδοτολογικές καταθέσεις μαρτύρων. Είναι ιστορικοί της πόλης όπως η Ρένα Μόχλο, ο Γιάννης Χασιώτης, ο Βασίλης Κολώνας, ο Βαγγέλης Χεκίμογλου και η Ρίκα Μπενβενίστε, φιλόλογοι όπως ο Ξενοφών Κοκόλης και μελετητές όπως ο Αλμπέρτος Ναρ που αναλαμβάνουν το ρόλο του αφηγητή. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με έναν διαμεσολαβημένο λόγο. Αυτό που επομένως επιχειρείται δεν είναι η ανασύσταση του παρελθόντος, αλλά η προσέγγιση και η ερμηνεία του. Την ίδια λειτουργία υπηρετούν νομίζω και τα παρακειμενικά στοιχεία, όπως η μουσική υπόκρουση. Σε αντίθεση π.χ. με το ντοκιμαντέρ του Δ. Σοφιανόπουλου που θα δούμε αύριο, τα μουσικά έργα που ακούγονται ανήκουν χρονικά στην ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρεται κάθε φορά η ταινία και σχετίζονται με το υπό διαπραγμάτευση θέμα. Πρόκειται για μια μουσική που στοχεύει περισσότερο στο νου και πολύ λιγότερο στην υποβολή και στο συναίσθημα. Παραδοσιακή σεφαραδίτικη μουσική για τους πρώτους αιώνες, ρομαντική κλασσική μουσική σαλονιού για τους εβραίους αστούς στις αρχές του 1900, λαϊκά τραγούδια της πυρκαγιάς του 1917, όλα συγκλίνουν προς μια πληρέστερη κατανόηση του παρελθόντος.
Ανάλογες κανονικότητες χαρακτηρίζουν και τους βασικούς μεθοδολογικούς άξονες της ταινίας. Έχουμε εδώ να κάνουμε με μια ιστορική αφήγηση που αντανακλά το είδος της ιστοριογραφίας που κυριάρχησε στη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα. Η έμφαση είναι στους οικονομικούς μηχανισμούς και τους κοινοτικούς θεσμούς και πολύ λιγότερο στη δράση των ίδιων των ιστορικών υποκειμένων. Αυτό που ενδιαφέρει είναι περισσότερο οι δομές της εβραϊκής παρουσίας και όχι τόσο η εμπειρία των ίδιων των εβραίων. Η ιστορική αφήγηση επιμένει ιδιαίτερα στους τόπους, οι οποίοι και αναδεικνύονται ως οι κατεξοχήν φορείς μνήμης της εβραϊκής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Οι συναγωγές, τα εργοστάσια, οι τράπεζες δεν αποτελούν το σκηνικό της αφήγησης, αλλά οργανικό στοιχείο του ιστορικού επιχειρήματος. Εξάλλου, όχι μόνο η παρουσία, αλλά και η ίδια η καταστροφή της κοινότητας σημειώνεται μέσα από την καταστροφή των τόπων: των συναγωγών βεβαίως αλλά και του κατεξοχήν εβραϊκού τόπου στη Θεσσαλονίκη: της εβραϊκής νεκρόπολης που απλώνονταν στο χώρο της σημερινής πανεπιστημιούπολης.
Κυρίως όμως η κανονικότητα χαρακτηρίζει το ερμηνευτικό σχήμα μέσα από το οποίο προσεγγίζεται η ιστορική διαδρομή των εβραίων της Θεσσαλονίκης. Δύο είναι νομίζω τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτού του σχήματος: η σύνδεση της ιστορίας των εβραίων της Θεσσαλονίκης με την ιστορία της ίδια της πόλης και η επισήμανση των κοινών βιωμάτων και πολιτικών μέσα από το άνοιγμα προς την ιστορία και άλλων εθνοθρησκευτικών ομάδων. Η ιστορία των εβραίων της Θεσσαλονίκης δεν είναι μια κλειστή ιστορία και ούτε μπορεί να προσεγγισθεί ως τέτοια. Η ανυπαρξία γκέτο, η απουσία αντιεβραϊκών μέτρων από την πλευρά του κράτους, η σύνθετη κοινωνική διαστρωμάτωση της κοινότητας, και η παρουσία των εβραίων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής της πόλης καθιστούν μεθοδολογικά αδόκιμη την προσέγγιση της ιστορίας των εβραίων της Θεσσαλονίκης εν κενώ. Ωστόσο, και αυτή είναι πιστεύω μια από τις αρετές του ντοκιμαντέρ, η ιστορία των εβραίων δεν ταυτίζεται με την ιστορία της πόλης. Σε αντίθεση με άλλες δουλειές, στο ντοκιμαντέρ του Χατζόπουλου η ιστορία των εβραίων εντάσσεται στην ευρύτερη ιστορία της πόλης χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν. Η Θεσσαλονίκη παρουσιάζεται σαν μια πόλη με ισχυρή μεν εβραϊκή παρουσία, αλλά όχι και σαν η μοναδική περίπτωση μιας εβραϊκής πόλης. Οι αποχρώσεις είναι λεπτές, αλλά γεμάτες σημασία.
Η ερμηνευτική αυτή στρατηγική γίνεται εμφανέστερη όταν κανείς επικεντρώσει την προσοχή του στον τρόπο με τον οποίο αναλύονται κομβικές στιγμές της ιστορίας του θεσσαλονικιώτικου εβραϊσμού. Οι ερμηνείες που προτείνονται τοποθετούν την εβραϊκή εμπειρία σε ευρύτερα πλαίσια. Έτσι, οι συνέπειες από την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη το 1912 και την κατακύρωση της πόλης στο ελληνικό κράτος προσεγγίζονται όχι ως η αποκλειστική αγωνία ενός μη ελληνικού πληθυσμού, αλλά ως η έγνοια της ελίτ της πόλης –ελλήνων ορθοδόξων και εβραίων- για το οικονομικό μέλλον της Θεσσαλονίκης. Αντίστοιχα, η πυρκαγιά του 1917, το δεύτερο κομβικό σημείο στη ιστορία των εβραίων της Θεσσαλονίκης τον εικοστό αιώνα, ερμηνεύεται και πάλι μέσα από το πρίσμα των οικονομικών ανακατατάξεων που φέρνει στην αγορά της γης. Οι εβραίοι ιδιοκτήτες ακινήτων υφίστανται μεν μεγάλο πλήγμα, αλλά ως μέλη μιας ευρύτερης τάξης γαιοκτημόνων και ιδιοκτητών ακινήτων που περιλαμβάνει στις τάξεις του τόσο ελληνορθόδοξους όσο και μουσουλμάνους.
Μπορούμε επομένως να μιλήσουμε για μία προσέγγιση της ιστορίας των εβραίων της Θεσσαλονίκης που επιμένει όχι στην διαφορετικότητα ή στην ιδιαιτερότητα, αλλά στην κανονικότητα της εβραϊκής εμπειρίας. Με άλλα λόγια, για μια ιστορία των εβραίων, η οποία όμως δεν είναι μια στενά νοούμενη «εβραϊκή ιστορία». Για κάποιους, μια τέτοια προσέγγιση έχει ένα υψηλό τίμημα, που αφορά κυρίως στην αδυναμία της να αναδείξει τις σκοτεινές όψεις της συνύπαρξης, τον αντισημιτισμό και τις στιγμές της σύγκρουσης με το χριστιανικό πληθυσμό και τις ελληνικές κρατικές αρχές. Για άλλους πάλι, αυτή η προσέγγιση αποτελεί ένα ακόμη προϊόν μιας αυτολογοκριμένης εβραϊκής μνήμης. Αποδεικνύει την πλήρη επικράτηση και εσωτερίκευση του ελληνικού εθνικού αφηγήματος και την ενσυνείδητη αποσιώπηση από την πλευρά των θυμάτων του, όπως στην περίπτωσή μας των εβραίων της Θεσσαλονίκης, κάθε ιστορικού γεγονότος που μπορεί να λειτουργήσει διαταρακτικά. Στο πλαίσιο πάλι της σύγχρονης διεθνούς συζήτησης περί εβραϊκής ιστορίας και ταυτότητας, θα μπορούσα να φανταστώ ότι η προσέγγιση αυτή καταδεικνύει για κάποιους τις αδυναμίες της αφομοιωτικής ιδεολογίας και ελέγχεται ως μια από-εβραιοποιημένη εκδοχή της ιστορίας των εβραίων της Θεσσαλονίκης. Σε άλλους ίσως, ανακαλεί μια αντίληψη περί εβραϊκής ταυτότητας πολιτικά κυρίαρχης παλιότερα αλλά πολύ λιγότερο σήμερα, αυτής που στην αμερικάνικη εκδοχή της ονομάστηκε «φιλελεύθερος εβραϊσμός» και που επιδίωκε να καταδείξει κατά την έκφραση της εποχής ότι «οι Εβραίοι είναι ακριβώς σαν όλους τους άλλους, μόνο που είναι αυτό ακόμη περισσότερο» (‘Jews are just like everybody else, except more so’). Ή, με τα λόγια της Ρίκας Μπενβενίστε με τα οποία και η ταινία κλείνει: «Το ότι είμαι Εβραία είναι ένας λόγος παραπάνω να μην ανέχομαι κάποια πράγματα». Αναγνωρίζω ως νόμιμες και ουσιαστικές αυτές τις ενστάσεις. Πιστεύω όμως, ότι ειδομένες ως σύνολο αποτελούν μια τελικά αδιέξοδη κριτική. Είναι ιστορικά αδόκιμες γιατί προτείνουν μια προσέγγιση της ιστορίας των εβραίων της Θεσσαλονίκης ως την ιστορία μιας συμπαγούς, ξεχωριστής εθνοθρησκευτικής ομάδας. Και είναι πολιτικά και ηθικά προβληματικές γιατί θυματοποιούν εκ νέου τους Εβραίους που συνεχίζουν να κατοικούν σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Είναι όμως παρούσες. Και χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό αυτό που πετυχημένα ονομάστηκε το «βλέμμα του εγγονού», την ενασχόληση δηλαδή της νεότερης γενιάς με την ιστορία των παππούδων και των γιαγιάδων της και την επίμονη προσπάθεια ανάκτησης της μνήμης των οδυνηρών γεγονότων που αυτοί έζησαν. Αυτού του είδους η ιστορία, όπως αφήνει να εννοηθεί η ταινία του Μωρίς Αμαρατζί που θα ακολουθήσει, φτάνει πλέον και στη Θεσσαλονίκη. Για το λόγο αυτό, πιστεύω ότι η ταινία του Τάκη Χατζόπουλου, παρά τα εμφανή πλέον επάνω της σημάδια του χρόνου, μας υπενθυμίζει τις αρετές μιας προσέγγισης του παρελθόντος των εβραίων της Θεσσαλονίκης μέσα από τις κανονικότητες, και αναδεικνύει έτσι τα πολλαπλά νήματα που τους ενώνουν με άλλες ιστορίες και άλλες φωνές.