Από τις διαφορετικές όψεις που θα μπορούσε κάποιος να σχολιάσει το ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκη πόλη της σιωπής επιλέγω μία:
Τη νοσταλγία. Τη νοσταλγία ως την οπτική γωνία του σκηνοθέτη [ρητά και εξαρχής δηλώνεται ως κίνητρο για την «επιστροφή» με την κάμερα στον ώμο] και τη νοσταλγία ως συναίσθημα και ως εικόνα που αποκομίζει η θεατής.
Η κριτική μου στην ταινία, οι επιφυλάξεις μου, έχουν να κάνουν με τα αδιέξοδα, ή καλύτερα τις παγίδες στις οποίες, νομίζω πως πέφτει η νοσταλγική κινηματογραφική αφήγηση του Αμαρατζί. Ως μετανάστης από τη Θεσσαλονίκη ο αφηγητής Αμαρατζί δεν έχει ούτε την απόσταση που χαρίζει στον ξένο την προνομιακή θέση να βλέπει τα κρυμμένα από τα μάτια μας –προνομιακή πράγματι θέση και μόνο οι εθνικιστές το αρνούνται- ούτε όμως αυτή την «άρρητη» γνώση του ντόπιου, που γνωρίζει τα βαθιά κρυμμένα μυστικά της καθημερινότητας. Όταν μάλιστα εγκλωβίζεται σε ιδεολογικές βεβαιότητες, ο αφηγητής δεν υποψιάζεται τη δεινή του θέση και δεν αναμετριέται μαζί της. Λίγο προκλητικά, θα παραφράσω μία από τις ωραιότερες «ατάκες» στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, αυτήν της «θείας από την Αμερική»: «Να σας πω πώς το λέμε εμείς εκεί διότι δεν θυμάστε πώς το λέγαμε εμείς εδώ».
Η νοσταλγία υφαίνει λοιπόν το φιλμ. Με ποιους τρόπους;
α. Η νοσταλγική ματιά εκφράζει ένα είδος συντηρητισμού, ένα είδος δυσανεξίας που λειτουργεί ως παραμορφωτικός φακός, άλλοτε ασχημαίνοντας και άλλοτε εξωραΐζοντας. Ασχημαίνει επίτηδες την εικόνα όταν εστιάζει στο ομοιόμορφο πλήθος που πίνει φραπέδες σύμβολο της ελαφριάς κακογουστιάς και της αδιαφορίας για το βεβηλωμένο νεκροταφείο και όταν με αφορμή το ερωτικό τραγούδι εξωραΐζει την προπολεμική κατάσταση των εβραίων κάνοντας τις εβραίες καπνεργάτριες-πριγκίπισσες.
β. Ο ίδιος αυτός συντηρητισμός βαραίνει στην οπτική του παρόντος. Η νοσταλγία προσομοιάζει στη μελαγχολία. Αν το πένθος μπορεί να οδηγεί στην υγιή σταδιακή απομάκρυνση από τον πόνο της απώλειας, η νοσταλγία σημαίνει καθήλωση, πρόσδεση στο παρελθόν. Έτσι εξηγείται ότι ο Αμαρατζί απορεί που δεν αναγνωρίζει κανέναν: “like in a colony everyone is from elsewhere”, και του διαφεύγει βέβαια ότι η Θεσσαλονίκη καμία σχέση δεν είχε ούτε και έχει με αποικίες (πέρα από τα πανέμορφα παλιά μαγαζιά με τα εδώδιμα-αποικιακά). Του διαφεύγει κυρίως ότι η Θεσσαλονίκη είναι σήμερα μια μεγαλούπολη που τη ζωντανεύουν χιλιάδες μετανάστες από τα Βαλκάνια ως επί το πλείστον, νέοι φοιτητές από άλλα μέρη, μια «ομορφάσχημη» μεγαλούπολη εν πάση περιπτώσει στην οποία δύσκολα βρίσκεις γνωστούς έξω από τα στέκια. Του διαφεύγει με άλλα λόγια αυτό ακριβώς που δεν αρέσει στους εθνικιστές, ότι η Θεσσαλονίκη παραμένει «πρωτεύουσα προσφύγων».
γ. Δεν βρίσκω πολύ γόνιμο να κρίνουμε τη νοσταλγική εικόνα που παρουσιάζεται με τα κριτήρια της ιστορικής έρευνας και της ιστοριογραφίας –όποια κι αν είναι αυτή- ή ακόμη και το ιστορικού ντοκιμαντέρ [και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να σταθούμε υπέρ του δέοντος στα λάθη για τις χρονολογίες του Κάμπελ ή της δολοφονίας του Λαμπράκη, στο κάτω-κάτω γνωρίζει ο σκηνοθέτης και μπορεί να διορθώσει]. Ωστόσο, ας έχουμε κατά νου ότι η νοσταλγία δεν είναι καλός οδηγός στην ιστορία. Ούτε στην αναζήτηση ευθυνών. Ούτε ο υποτιθέμενος ανταγωνισμός με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ούτε καν ο ελληνικός αντισημιτισμός, ούτε οι κάθε λογής δωσίλογοι αρκούσαν για να εξοντωθούν οι εβραίοι της πόλης και να καταστραφεί το νεκροταφείο τους. Απαιτούνταν η γερμανική Κατοχή και ο ναζιστικός μηχανισμός. Όσο για την απάλειψη της μνήμης της γενοκτονίας (εγώ θα προσέθετα και οι επετειακές της μνημονεύσεις) έχει πολλές διαστάσεις που δεν εξαντλούνται στην γενικόλογη, «πασπαρτού» αναφορά στον εθνικισμό.
Εν κατακλείδι, αν κατά τη γνώμη μου υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον στην ταινία (πέρα από τους όμορφους στίχους στα ισπανο-εβραϊκά που απαγγέλλει η συγχωρεμένη Μπενβενίδα Μάνο, πέρα από την ειλικρινή συγκίνηση του Ανδρέα Σεφιχά όταν αναπολεί τα προπολεμικά οικογενειακά δείπνα, πέρα από τα όσα λέει ο Σάμης Ταμπώχ σε μια ωραία αν και νομίζω κινηματογραφικά «κλεμμένη» σκηνή) το ενδιαφέρον αυτό βρίσκεται στις σκέψεις που μπορεί να μας προκαλέσει όχι για το παρελθόν (κοντινό και μακρινό) της πόλης μας –όπως πιθανόν να επιθυμούσε ο σκηνοθέτης- αλλά για το δικό του σύγχρονο πλαίσιο. Τι «διαλέγει» να νοσταλγήσει κανείς, πότε; Γιατί;
Γι’ αυτό, και παρά τις επιφυλάξεις μου για το αποτέλεσμα, διευκρινίζω κλείνοντας ότι δεν θα έπρεπε, ούτε είναι δυνατό, να λογοκρίνουμε τη νοσταλγία στο όνομα όρων αληθείας. Βρίσκω σημαντικό να αφουγκραστούμε τις φωνές των υποκειμένων μέσα από την εμπειρία τους (την εμπειρία του μετανάστη, της δεύτερης γενιάς των επιζώντων της shoah εν προκειμένω). Είναι σημαντικό να δώσουμε προσοχή στα δικά τους τι και πώς, στις δικές τους αποχρώσεις της ιστορίας.